- άβαλε
- ἄβαλε και ἀβάλε, κυρίως ἆ βαλε επιφών. (AM)είθε, μακάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. ἀ + βάλε, πιθ. προστ. αόρ. τού βάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβάλε — ἀβάλε και ἀβάλα και ἀβάλαι επιφών. (Μ) αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σημιτικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
ἄβαλε — O that . . ! indeclform (expletive) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՄԱՐՏԱՆ — ( ) NBH 2 0230 Chronological Sequence: 6c, 13c, 14c մջ. ἁβάλε utinam, heu!. Իցէ՞ թէ. երանի՛ թէ. ... *(Մակբայք) ըղձիցն նշանակք են, իբրու թէ, իցի՞ւ, օշ, գուշ, մարտա՛ն. Թր. քեր.: Ուր վրիպակաւ՝ մարտն ընթեռնուն Երզն. եւ Նչ. վասն որոյ հարկին մեկնել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)